πηρός

πηρός
πηρός ([dialect] Dor. πᾱρός implied in ἔμπαρος, παρόω, qq.v.), ά, όν,
A disabled in a limb, maimed, αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν [the Muses] made him helpless or blind (cf. Aesop.57), Il.2.599;

πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ' ἄρ' ὄμμασι AP9.11

(Phil. or Isid.);

πηραὶ τὰ σκέλεα Hp.Mul.2.131

.
2 of the mind, Semon.7.22; ἀμβλεῖς καὶ π. Ph.1.624; π. τῷ νῷ Sch.Ar.Pl.48;

πηροὶ οἱ λογισμοί Luc.Am.46

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πηρός — disabled in a limb masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῆρος — loss of strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρός — ά, όν, Α 1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος τού σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ ἄρ ὄμμασι», Ανθ. Παλ.) 2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • πήρος — ους και αιολ. τ. πᾱρος, εος, τὸ, Α απώλεια δύναμης, εξάντληση, εξασθένηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. τού ρ. πηρῶ (< πηρός) και έχει πιθ. σχηματιστεί κατά τους σιγματικούς τ. σε πηρής < πηρός (πρβλ. α πηρής, πανα πηρής)] …   Dictionary of Greek

  • πηρά — πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual πηρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρόν — πηρός disabled in a limb masc acc sg πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηραί — πηρός disabled in a limb fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηροῖς — πηρός disabled in a limb masc/neut dat pl πηρόω maim pres opt act 2nd sg πηρόω maim pres subj act 2nd sg πηρόω maim pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηροί — πηρός disabled in a limb masc nom/voc pl πηρόω maim pres subj mp 2nd sg πηρόω maim pres ind mp 2nd sg πηρόω maim pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηροῦ — πηρός disabled in a limb masc/neut gen sg πηρόω maim pres imperat mp 2nd sg πηρόω maim imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηρούς — πηρός disabled in a limb masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”